Tuesday 20 March 2012

Ποτέ αληθινή αγάπη δεν γνώρισε δρόμο ανεμπόδιστο

Είμαι ένας γερο Ινδιάνος. Ένας άνθρωπος από άλλη εποχή. Μια γερασμένη, μισοπεθαμένη εποχή. Κρατιέμαι λοιπόν στη ζωή από τα παλιά συνθήματα, από τις παλιές εικόνες, τους παλιούς δασκάλους. Όπως ανέκαθεν οι γέροι στη δική μου μικρή φυλή.
Πού θα με βγάλει αυτό. Προς τον θάνατο. Προς τη νεότητα. Προς το τίποτε. Αλλά μπορεί και στο κάτι. Αυτό το κάτι, τελικά, με κρατάει στη ζωή. Μήπως με συναντήσει κάποτε στη γωνία και μου χαμογελάσει. Όπως χαμογελούσαν κάποτε οι άνθρωποι. Χωρίς λόγο. Χωρίς αντάλλαγμα. Potlatch.




Λύσανδρος:
    Μα τι έγινε αγάπη μου και χλώμιασε το μάγουλό σου έτσι;   
    Πώς γίνεται τόσο γρήγορα τα ρόδα του να σβήνουν;
Ερμία:
    Μπορεί να τους έλειψε η βροχή, μα τότε εύκολα η καταιγίδα    
    των ματιών μου θα τα πλημμυρίσει.
Λύσανδρος:
     Να πάρει!  Απ' όσα σε παραμύθια κι ιστορίες
     μπόρεσα να διαβάσω ή ν' ακούσω,
    Ποτέ αληθινή αγάπη δεν γνώρισε δρόμο ανεμπόδιστο    
    Είτε έφταιγε η καταγωγή–
Ερμία:
    Διάολε, πολύ ψηλά ανεβασμένη για να δοθεί στα
    χαμηλά!
Λύσανδρος:
    Είτε δεν έπιανε το μπόλιασμα λόγω που τα χρόνια–
Ερμία:   
    Δυστυχία, δεσμός γεράματα με νιάτα!
Λύσανδρος:
    Είτε ακόμα έπρεπε κι οι οικείοι να διαλέξουν–
Ερμία:
    Κόλαση, την αγάπη να διαλέγει του άλλου η ματιά!
Λύσανδρος:
    Μα κι αν κάποτε τύχει αγάπη ταιριαστή,
    Πόλεμοι, θανατικά, αρρώστιες την κυκλώνουν.
    Πώς χάνεται ένας ήχος στη στιγμή, έτσι
    την καταντούν:
    Βιαστική σαν σκιά, λειψή σαν κάθε όνειρο,
    Μια αστραπή που γεννιέται στην καρβουνιασμένη νύχτα,    
    Και, σ' ένα ξέσπασμα, γη και ουράνια ξανοίγει
    Ώστε πριν κανείς βρει το κουράγιο να φωνάξει "Δέστε!"    
    Του σκοταδιού την καταπίνουν τα σαγόνια.
    Τόσο γρήγορα oι λαμπερές στιγμές σβήνουν στην αχλύ.

Ουίλιαμ Σέξπιρ, Όνειρο στο μεσοκαλόκαιρο,
πρώτη πράξη, σκηνή 1, 130-152.

Lysander:
    How now, my love! Why is your cheek so pale? 
    How chance the roses there do fade so fast?
Hermia:
    Belike for want of rain, which I could well
    Beteem them from the tempest of my eyes.
Lysander:
    Ay me! for aught that I could ever read,
    Could ever hear by tale or history,
    The course of true love never did run smooth;
    But either it was different in blood--
Hermia:
    O cross! too high to be enthrall'd to low.
Lysander:
    Or else misgraffèd in respect of years--
Hermia:
    O spite! too old to be engag'd to young.
Lysander:
    Or else it stood upon the choice of friends--
Hermia:
    O hell! to choose love by another's eyes.
Lysander:
Or, if there were a sympathy in choice,
War, death, or sickness did lay siege to it,
Making it momentary as a sound,
Swift as a shadow, short as any dream,
Brief as the lightning in the collied night,
That, in a spleen, unfolds both heaven and earth;
And ere a man hath power to say "Behold!"
The jaws of darkness do devour it up:
So quick bright things come to confusion.

William Shakespeare, A Midsummer Night's Dream,
Act 1, scene 1, 130–152.